- τροχήλατος
- -η, -ο / τροχήλατος, -ον, ΝΑαυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατοα) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα σημερινά, αλλά ένα ζεύγος μεγάλων πτερυγιοφόρων τροχών που ήταν τοποθετημένοι στο μέσον περίπου τού πλοίου, εξωτερικά, ανά ένας σε κάθε πλευρά, και στους οποίους η περιστροφική κίνηση μεταδιδόταν απευθείας από τη μηχανή, αλλ. τροχοφόροβ) μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές, ντρεζίνααρχ.1. (για πράξη, ενέργεια) αυτός που γίνεται κατά την τροχηλασία* («σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι», Ευρ.)2. αυτός που ανοίγεται με τη χρήση τροχών («κελεύθου τρίοδος τροχήλατος», Αισχύλ.)3. αυτός που κατασκευάζεται στον κεραμεικό τροχό4. μτφ. α) (για πάθη και συναισθήματα) πάρα πολύ έντονος, βίαιοςβ) αυτός που τρέχει γρήγορα («ἅρματος βάρος φέρων τροχηλάτοιο», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἱππ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.